ἐπιέλπομαι

ἐπιέλπομαι
ἐπι-έλπομαι (ϝέλπω): have hope of, Il. 1.545, Od. 21.126.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιέλπομαι — ἐπιέλπομαι (Α) ποιητ. τ. τού επέλπομαι* …   Dictionary of Greek

  • ἐπιέλπομαι — ἐπϊέλπομαι , ἐπέλπομαι have hopes of pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιέλπομ' — ἐπϊέλπομαι , ἐπέλπομαι have hopes of pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επέλπομαι — ἐπέλπομαι και επικ. τ. ἐπιέλπομαι (Α) ελπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + έλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”